ξανακαλώ

ξανακαλώ
1. προσκαλώ κάποιον ξανά
2. παίρνω πάλι τηλέφωνο, καλώ πάλι τον ίδιο αριθμό στο τηλέφωνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετακαλώ — και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, έω) 1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”